- αβγουλάτος
- -η, -οεκείνος που έχει σχήμα αβγού: Ήταν ωραίο σταφύλι αβγουλάτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αβγουλάτος — η, ο 1. αυτός που έχει σχήμα αβγού, αβγοειδής 2. το επίθετο χαρακτηρίζει και ποικιλία σταφυλιών με ρόγες μεγάλες σαν αβγά … Dictionary of Greek
αβγοειδής — ές [αβγό] αυτός που έχει σχήμα αβγού, αβγουλάτος, αβγουλωτός, αβγωτός … Dictionary of Greek
αβγουλωτός — ή, ό αβγοειδής, αβγουλάτος, αβγωτός … Dictionary of Greek
αβγωτός — ή, ό [αβγό] 1. αβγοειδής, αβγουλάτος, αβγουλωτός 2. ο γεμάτος αβγά 3. ο αλειμμένος με το εσωτερικό αβγού 4. ο γυαλισμένος με το ασπράδι αβγού … Dictionary of Greek